Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Μελισσοκομική τριλογία ...

Πολλοί, ίσως και χιλιάδες είναι οι κυνηγοί στην χώρα μας που ασχολούνται με την μελισσοκομία. Κυρίως οι άνθρωποι της υπαίθρου, που πέραν των αγροτικών πλείστων εργασιών τους, έχουν και τα μελίσσια τους και συμπληρώνουν το εισόδημά τους. Κάποιοι άλλοι, ασχολούνται περισσότερο συστηματικά με την σπουδαία επιστήμη της μέλισσας. Λίγο ή πολύ όμως, εμείς οι κυνηγοί, το μέλι μας το προμηθευόμαστε από φίλους μελισσοκόμους (ίσως και κυνηγούς), από ανθρώπους που μας σύστησαν για την ποιότητα της παραγωγής τους, και σε σπάνιες περιπτώσεις θα πάμε στο σούπερ μάρκετ να επιλέξουμε ένα καλό μέλι από το ράφι. Γιατί νιώθουμε, γνωρίζουμε ίσως, ότι το μέλι της βιομηχανικής παραγωγής δεν είναι αυτό καθαυτό φυσικό προϊόν. Δεν περιέχει τα συστατικά εκείνα που κάνουν την «χρυσή ευλογία» μοναδικό θεϊκό δώρο.


 «Ο Ησίοδος έγραψε για αγρότες και ο Όμηρος για ήρωες», καυχιέται ο Αλέξανδρος[i] ο Είς. Σεβαστές όλες οι απόψεις, απ’ όπου κι αν προέρχονται! Ο θείος Ησίοδος όμως έγραψε για πολλά και ουσιώδη πράγματα που χρησίμευσαν στον άνθρωπο καλλιεργητή. Ειδικότερα για το μέλι και την μελισσοκομία μας δίνει τους «Σίμβλους[ii]», όνομα που έδιδαν στις κυψέλες της εποχής εκείνης. Τι είδος ήταν οι «Σίμβλοι» δεν είναι γνωστό. Πάντως ήταν κυψέλες κατασκευασμένες από ανθρώπους για την εκτροφή των μελισσών. Πριν από τον Ησίοδο ο Όμηρος στην Οδύσσεια αναφέρει το «Μελίκρατον».  Κράμα μέλιτος και γάλακτος το οποίον έπιναν ως εκλεκτό ποτό. Στην Οδύσσεια επίσης οι ορφανές κόρες του Πίνδαρου ετρέφοντο από την Θεά Αφροδίτη με τυρί-μέλι και οίνον. Με την ίδια τροφή η μάγισσα Κίρκη σαγήνευσε τους συντρόφους του Οδυσσέα. Ακόμα πιο πίσω, στην Μινωική Εποχή βρέθηκαν πήλινες κυψέλες στην Φαιστό. Στην ίδια εποχή ανήκει επίσης το χρυσό κόσμημα που παριστάνει σύμπλεγμα δύο μελισσών, οι οποίες βαστάζουν κηρύθρα προερχόμενη από την πήλινη κυψέλη σωλήνα, όπως και άλλο χρυσό κόσμημα σε σχήμα μέλισσας, που βρέθηκε στις ανασκαφές της Κνωσού.

Ο δημιουργός όμως της μελισσοκομίας θεωρείται ο Αρισταίος, γιός του Απόλλωνα και της Κυρήνης.  Και η νήσος Κέα (Τζια), ο πρώτος τόπος που έδρασε ο Αρισταίος κατά τρόπο επιστημονικό στην εξέλιξη της μελισσοκομίας. Πάρα πολλούς αρχαίους συγγραφείς αναφέρει η πλούσια βιβλιογραφία. Ο πατέρας της σύγχρονης μελισσοκομίας θεωρείται ο αμερικάνος Lorenzo Lorraine Langstroth και του οποίου η ανακάλυψη (κινητό πλαίσιο της κυψέλης) αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η σημερινή μελισσοκομία.

Δεν θα σταθούμε άλλο σε αυτούς προδρόμους της μελισσοκομίας, θα προχωρήσουμε στο παρόν, να δούμε, να μάθουμε, τι είναι τελικά αυτό που κάνει το μέλι ένα ζηλευτό προϊόν αφενός, μα αφετέρου, έχουμε την αίσθηση ότι οι περισσότεροι που ασχολούνται με την παραγωγή του, ρίχνουν το κύριο βάρος τους στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας.  Έχουμε τρείς νέους μελισσοκόμους,  άγνωστους μεταξύ τους, με διαφορετική φιλοσοφία ο καθένας τους. Με ένα κύριο γνώρισμα σαν αφετηρία για το ταξίδι μας, την αγάπη τους για την μέλισσα. Την αγάπη που απλά βρίσκεται παντού.

   Πιστεύει κανείς αλήθεια ότι οι μελισσοκόμοι αποτελούν μέρος της «κοινής γνώμης;». Όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο σφάλουν. Η σχέση μέλισσας – μελισσοκόμου, βρίσκεται πέρα από κάθε λογική πολλές φορές. Γιατί ο άνθρωπος μελισσοκόμος στην μέλισσα βλέπει, παρατηρεί, όσα δεν μπορεί να διακρίνει και να νιώσει ο μεγαλύτερος μύστης – την επαφή με την αρμονία, την πλήρη ταύτιση με τον δημιουργό.

Οι σχέσεις του γράφοντος με την μέλισσα, αρχίζουν και τελειώνουν στην κατανάλωση της παραγωγής της. Όπως των περισσοτέρων μας σχεδόν. Οι μελισσοκόμοι όμως είναι αυτοί οι ταξιδιώτες, οι κυνηγοί που ψάχνουν τα λιβάδια με τα λουλούδια, τα έλατα και τα ρείκια, τα κάστανα και τα κούμαρα, τα γυρίσματα των καιρών – είναι οι ταχυδρόμοι αρχαίων γεύσεων. Είναι πέρα από κάθε τι σύνηθες, στατικό, συντηρητικό. Σαν δημιουργοί και οι ίδιοι μετεωρίζονται ανάμεσα στο εφικτό και στο αδύνατο, στην πληρότητα και στην αγνή ομορφιά. Είναι ποιητές. Ας τους παρακολουθήσουμε, διότι το μέλι είναι πολύτιμο αγαθό.


Δημήτρης Γκόρος[iii] – Ακράτα Αχαΐας

Η ζωή του Μελισσοκόμου

Η ενασχόληση με τις μέλισσες και γενικότερα με τα έντομα απωθεί σαν σκέψη τον κάθε άνθρωπο που δεν είναι μυημένος σε αυτήν. Η αρνητική τοποθέτηση οφείλεται περισσότερο στο φόβο του επώδυνου δείγματος (τσίμπημα) του εντόμου, παρά στον ουσιαστικό κίνδυνο που διατρέχεις απ αυτό. Η μέλισσα ειδικότερα δεν είναι επιθετικό έντομο. Το κεντρί και το δηλητήριό της, τα χρησιμοποιεί - γνωρίζοντας ότι σε λίγα λεπτά μετά την χρήση του δεν θα ζει, μόνο για άμυνα, είτε να διώξει κάποιον απροσκάλεστο επισκέπτη στη κυψέλη, είτε σε άμεσο κίνδυνο της ζωής της.

Η προσφορά της στη φύση και στον άνθρωπο πολυποίκιλη. Ποτέ μέχρι σήμερα οι οικονομολόγοι δεν έχουν αποτιμήσει την προσφορά της στον άνθρωπο και τη φύση. Απλά υπολογίζουν ότι η γεωργική παραγωγή θα μειωθεί περίπου 30%, αν σταματήσει η μέλισσα την επικονίαση των ανθών. Δεν έχουν μετρήσει πόσα είδη θα εξαφανισθούν και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις. Υπάρχουν είδη φυτών που δεν έχουν άλλο τρόπο επικονίασης των ανθών τους εκτός της μέλισσας. Ο μεγάλος Αϊνστάιν είχε προβλέψει ότι, «τρία χρόνια μετά την εξαφάνισης της μέλισσας, δεν θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη».

Αυτό μπορεί να μην είχε τον τρόπο να το διατυπώσει ο πρωτόγονος άνθρωπος, αλλά μπορούσε να αντιληφθεί το γλυκό προϊόν που παράγει η μέλισσα, αλλά και τις φαρμακευτικές ιδιότητες που έχουν όλα τα προϊόντα της μέλισσας. Έτσι λοιπόν με την ανάπτυξη των οικόσιτων ζώων, ανάπτυξε και την μελισσοκομία. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν τη ύπαρξή της περίπου στο 3000 π.χ. και πιθανά και παλαιότερα. Η μελισσοκομία με περίπου 5000 χρόνια ζωή, υπηρέτησε της διατροφικές ανάγκες του ανθρώπου εξελισσόμενη με την εμπειρία και την παρατήρηση που κάθε φορά αποκόμιζε. Το βασικό στοιχείο που πρέπει να χαρακτηρίζει το μελισσοκόμο ακόμα και σήμερα είναι «να σκέπτεται σα μέλισσα» στους χειρισμούς που προγραμματίζει να κάνει, όσο μεγάλη και να είναι η μονάδα του.

Σε κάθε μονάδα εκμετάλλευσης ο ιδιοκτήτης της έχει αρχικά να κάνει τις επιλογές του και να διαλέξει τι είναι αυτό που του ταιριάζει. Οπότε σε επόμενο βήμα να επιλέξει τη μελισσοκομία ως επάγγελμα. Η μελισσοκομία έχει 2 τρόπους παραγωγής:
1ο  Τον στατικό - δηλαδή ολόκληρη η μονάδα είναι στατικά τοποθετημένη και τα μελίσσια δεν μεταφέρονται.
2ο  Τον νομαδικό τρόπο - τα μελίσσια μεταφέρονται σε διαφορετικές περιοχές κατά χρονικά διαστήματα ανάλογα τις ανθοφορίες και τις μελιτοφορίες των μελιτωμάτων.

Στο πρώτο τρόπο ανάπτυξης της επιχείρησης, η απόδοση της επιχείρησης εξαρτάται από τη βιοποικιλότητα της περιοχής και οι αποδόσεις είναι μικρές. Πόσες ανθοφορίες να έχει μια περιοχή και πόσα μελιτώματα…. Άρα υπάρχουν χρονικά διαστήματα χωρίς τροφή για τη μέλισσα. Σ’ αυτά τα χρονικά διαστήματα η μέλισσα, το μελίσσι, για να ζήσουν χρειάζονται τροφή. Την οποία θα την βρουν από το μέλι που παρήγαγαν (μειώνοντας την παραγωγή) ή από τεχνική τροφή που θα τους παράσχει ο μελισσοκόμος. Χωρίς να μπαίνω σε ιδιαίτερη και πιο εξειδικευμένη επιχειρηματολογία, νομίζω ότι έγινε αντιληπτό για τον πιο αδαή σε μελισσοκομικά θέματα, ότι ο τρόπος αυτός εκμετάλλευσης έχει περιορισμένη παραγωγή.

Ασκώντας νομαδική μελισσοκομία οι παραγωγικές δυνατότητες αυξάνονται σημαντικά. Σημαντικά πολλαπλασιάζονται και οι εμπειρίες του μελισσοκόμου. Ο πρωτόγονος τρόπος ζωής, του ανθρώπου κυνηγού, αναβιώνει. Τότε που ο άνθρωπος κυνηγός αναζητούσε την τροφή του περιπλανώμενος. Ο μελισσοκόμος σήμερα με τις ίδιες σκέψεις, πρέπει να βρίσκει και να μεταφέρει «το ποίμνιο», τα μελίσσια του, ανάλογα με τις ανθοφορίες και με τις μελιτοφορίες των μελιτωμάτων προς εξεύρεση τροφής τους. Η πρόκληση είναι μεγάλη, πρέπει να βρεις τις νομές, να επιλέξεις την κατάλληλη στιγμή που θα αφήσεις ένα τόπο για να πας σε κάποιον άλλο με μοναδικό σκοπό, να αυξηθούν τα αποθέματα σε μέλι και γύρη των μελισσιών.

Με τη μέθοδο της νομαδικής μελισσοκομίας, ο μελισσοκόμος πρέπει να σχεδιάζει και να συγχρονίζει τις μεταφορές με τις ανθοφορίες, να κάνει πρόγνωση των καιρικών συνθηκών ώστε να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο της επόμενης ανθοφορίας, να παρατηρεί πολύ προσεκτικά τη φύση, ώστε να μπορεί να προβλέπει τόσο όψιμα ή πόσο πρώιμα θα εξελιχθεί μια ανθοφορία μετά από ένα δίμηνο ή ένα τρίμηνο, γιατί ποτέ και σε καμία χρονιά δεν γίνεται επανάληψη της ανθοφορίας. Υπάρχει διαφορά ημερών από τη μια χρονιά στην άλλη σε κάθε ανθοφορία, σε κάθε μελιτοφορία. Από το πόσο ακριβής θα είναι στις προβλέψεις του ο μελισσοκόμος, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η παραγωγή της χρονιάς και αντίστοιχα το εισόδημά του.

Όσο απλές και αν φαίνονται αυτές οι παράμετροι, τόσο δύσκολες είναι για τον μελισσοκόμο. Ποτέ δεν πρέπει να πηγαίνει τα μελίσσια του σε δύο συνεχόμενες μελιτοφορίες μελιτωμάτων. Κινδυνεύει με εξαφάνιση ολόκληρη η μονάδα του. Τα μελίσσια - όπως ο άνθρωπος για την τροφή του σε καθημερινή βάση χρησιμοποιεί το ψωμί - έτσι και οι μέλισσες έχουν τη γύρη. Ένα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες κατασκεύασμα της φύσης είναι η γύρη. Η γύρη και για τον άνθρωπο είναι στην κατηγορία των super foods. Αποτελεί την βάση στην διατροφή των αστροναυτών, όταν βρίσκονται στο διάστημα. Ο σωστός τρόπος στη διαχείριση των αποθεμάτων γύρης στα μελίσσια είναι το Α και το Ω για τον μελισσοκόμο. Εδώ οφείλεται και η γρήγορη απογοήτευση στους νέους εραστές της μελισσοκομίας.

Ο τόπος εγκατάστασης του μελισσοκομείου πρέπει να εκπληρώνει αρκετές προϋποθέσεις, ανατολικός προσανατολισμός, προσήλιος, υπήνεμος, να έχει κοντά νερό για να πίνουν και πολλές άλλες λεπτομέρειες που θα υποχρεώσουν τα μελίσσια σε μεγαλύτερη απόδοση.

Ο μελισσοκόμος λοιπόν στο νομαδικό τρόπο παραγωγής, είναι συνεχώς μεταφερόμενος, γνωρίζοντας νέους τόπους και ανθρώπους. Μαθαίνει νέες τεχνικές από την ανταλλαγή απόψεων με συναδέλφους του και γενικά βελτιώνει τους τρόπους παραγωγής της μονάδας του. Υπάρχουν πολλοί μελισσοκόμοι σήμερα από τη βόρειο Ελλάδα που διαχειμάζουν τα μελίσσια τους στο Νομό Μεσσηνίας ή το Νομό Αργολίδας, λόγω του ηπιότερου κλίματος. Όπως υπάρχουν και μονάδες της Νοτίου Ελλάδος που φτάνουν μέχρι τη Θάσο και την Εύβοια για τον Πεύκο. Το Μαίναλο αποτελεί τόπο συνάντησης εκατοντάδων μελισσοκόμων κάθε Μάιο για την μελιτοφορία του έλατου.

Πιστεύω σε επόμενη φορά να μιλήσουμε περισσότερο και για ουσιαστικότερα θέματα μελισσοκομίας.


Παναγιώτης Μακρής – Ηραία Αρκαδίας

Θέλεις να γίνεις μελισσοκόμος;

Τα τελευταίο καιρό όλο και συχνότερα   βομβαρδιζόμαστε  από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με καλλιέργειες (νέες, παλιές, καινοτόμες, κλπ) και γενικότερα με δραστηριότητες που προϋποθέτουν επιστροφή στην ύπαιθρο και υπόσχονται μεγάλα κέρδη με λίγα στρέμματα γης,  χωρίς να απαιτούνται μεγάλα  κεφάλαια, με λίγο κόπο και χρόνο και ελάχιστες γνώσεις. Μέσα από αυτές τις πολλά υποσχόμενα  δραστηριότητες δεν θα μπορούσε να λείπει η Μελισσοκομία.

Δεν ξέρω που αποσκοπεί όλο αυτό το σκηνικό που έχει στηθεί. Ίσως κάποιοι να βλέπουν κάπου μακριά που το δικό μας το φτωχό επιχειρηματικό μυαλό δεν φτάνει. Σημασία έχει όμως ότι όλο και περισσότεροι συνάνθρωποι μας, άνεργοι κυρίως, κάτοικοι συνήθως μεγάλων αστικών κέντρων,  μέσα στην απελπισία τους και την αγωνία τους ρίχνουν την τελευταία τους ζαριά, ποντάροντας  τις τελευταίες τους οικονομίες, ή τα χρήματα από εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, ή και ακόμα δανειζόμενοι,  επενδύοντας σε μια από αυτές τις δραστηριότητες .

Θα δικαιωθούν ή μετά τις φούσκες του χρηματιστηρίου της κτηματαγοράς θα έχουμε μια ακόμα; Ο χρόνος θα δείξει και μακάρι να έρθει η δικαίωση και αυτός να είναι ο δρόμος για  ανάπτυξη.

n  Για να δούμε όμως το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μπει στα μονοπάτια της μελισσοκομίας.

Εάν βγάλουμε έξω από την κουβέντα τους τυχερούς που κατάγονται από μελισσοκομικές οικογένειες, που έχουν εξασφαλισμένα πάρα πολλά πράγματα - εάν όχι όλα, και ίσως είναι τελικά αυτοί με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Όλοι  οι υπόλοιποι θα έχουν να αντιμετωπίσουν  καταστάσεις που θα πρέπει να τις βάλουν σε σωστή σειρά και να αρχίσουν σιγά - σιγά το ξετύλιγμα του κουβαριού. Πρώτα από όλα χρειάζεται αγάπη για αυτό που λέγεται μέλισσα. Πολλοί από μας σε κάποια φάση της ζωής μας έχουμε αναγκαστεί για βιοποριστικούς λόγους να καταπιαστούμε με δουλειές που δεν μας αντιπροσώπευαν και δεν ήταν ευχάριστες για μας. Τις περισσότερες φόρες τα καταφέραμε και μάλιστα με επιτυχία. Στην μελισσοκομία κάτι τέτοιο επ’ ουδενί δεν ισχύει και η έλλειψη αγάπης για την μέλισσα οδηγεί κάθε προσπάθεια σίγουρα και πάντα στην αποτυχία.

Ξεκινώντας τώρα το ταξίδι μας στην κοινωνία των μελισσών το πρώτο πράγμα που μας λείπει είναι η γνώση, γιατί όπως λέει και ο λαός μας ο σοφός: «και μπουρδέλο να ανοίξεις την δουλειά πρέπει να την ξέρεις». Ξεκινάμε με την μελέτη μελισσοκομικών βιβλίων, γινόμαστε συνδρομητές σε μελισσοκομικά περιοδικά, και παράλληλα ψάχνουμε να βρούμε τα κατάλληλα σεμινάρια. Πως θα επιλέξουμε όμως όταν ο καθένας από εμάς χωρίς πολλά - πολλά μπορεί να κάνει σεμινάρια, και στην αγορά έχει στηθεί βιομηχανία σεμιναρίων λόγω της μεγάλης ζήτησης που παρουσιάζουν; Που είναι το κράτος και οι συνεταιρισμοί μελισσοκόμων; Τα λιγοστά σεμινάρια που ανακοινώνονται από πανεπιστήμια έναντι αμοιβής βέβαια ελάχιστη από την ζήτηση μπορούν να καλύψουν, στα δωρεάν σεμινάρια που κάνουν αλληλέγγυα δίκτυα ποιοι θα πρωτοπάνε;

Ας πούμε ότι τα κάναμε όλα τέλεια, διαβάσαμε ότι βιβλίο κυκλοφορεί ελληνικό η ξενόγλωσσο, πήγαμε στα κατάλληλα σεμινάρια, ενημερωθήκαμε από επιστημονικά άρθρα, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε; Σίγουρα όχι, γιατί από το γνωστικό κεφάλαιο λείπει το βασικότερο όλων, η εμπειρία, ένα πράγμα που δεν μπορεί να αποκτηθεί άμεσα αλλά με το πέρασμα του χρόνου θητεύοντας κοντά σε έναν έμπειρο μελισσοκόμο. Που θα τον βρούμε όμως; Πως μπορούμε να κρίνουμε εάν είναι καλός μέτριος  κακός  άριστος ; Είναι διατεθειμένος; Έχει την μεταδοτικότητα να σου δώσει  συσσωρευμένη πείρα;

Προχωράμε λοιπόν, έχοντας εξασφαλίσει την βοήθεια έμπειρου μελισσοκόμου, με την αγορά λίγων μελισσοσμηνών, και  του απαραίτητου εξοπλισμού, και ανάλογα με τον χρόνο που θα διαθέσουμε και την εμπειρία που θα αποκτούμε μεγαλώνουμε το κοπάδι μας και τον εξοπλισμό μας, ελπίζοντας μετά την πάροδο τριών - τεσσάρων ετών να αρχίσει να γίνεται απόσβεση κεφαλαίου και αργότερα να έρθουν τα όποια κέρδη.

Τελικά είναι εύκολη η δύσκολη η ενασχόληση με την μελισσοκομία; Σίγουρα δεν είναι πυρηνική φυσική, δεν παύει όμως να είναι επιστήμη.


Γιώργος Ντάβος[iv] – Γορτυνία Αρκαδίας

Η μελισσοκομία ως βιοποριστικό επάγγελμα

Η Μελισσοκομία ασκείται ως βιοποριστικό επάγγελμα, πιθανόν από τους προϊστορικούς χρόνους. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία και μάλιστα με νομαδική μορφή, προέρχεται από την αρχαία Αίγυπτο. Από τους Αιγύπτιους η μελισσοκομική τέχνη διδάχθηκε στους κατοίκους της  Κρήτης και στη συνέχεια στους άλλους κατοίκους της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι ανέπτυξαν αξιοθαύμαστη για την εποχή μελισσοκομία. Με τη χρήση της πρωτοποριακής κυψέλης με κινητές κηρήθρες  οι κάτοικοι της Αττικής παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες εκλεκτού μελιού. Το μέλι, μαζί με το λάδι και το κρασί, ήταν τα γεωργικά προϊόντα που έκανε εξαγωγή η Αθηναϊκή Δημοκρατία.

            Η μελισσοκομική παράδοση στη χώρα μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η Χώρα μας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πυκνότητα μελισσιών στην Ευρώπη και πιθανότητα παγκόσμια, με 9,9 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Με εθνικό «κεφάλαιο» περίπου 1,5 εκατομμύρια κυψέλες, που κατανέμονται κυρίως στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, αλλά και την Κρήτη, το επάγγελμα αριθμεί υπό την «ομπρέλα» του σχεδόν 24.000 μελισσοκόμους. Η ετήσια παραγωγή μελιού, παραδοσιακά, κυμαίνεται γύρω στους 14.000 τόνους, εκ των οποίων περί τους 4.000 - 5.000 τόνοι προωθούνται, μέσω εξαγωγών, προς τις αγορές του εξωτερικού.

Κυριότεροι προορισμοί είναι οι χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόλπου, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γερμανία, αλλά και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων μελισσοκόμων είναι ερασιτέχνες, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους προσβλέπουν στη συμπλήρωση του οικογενειακού τους εισοδήματος, πέρα από την ευχαρίστηση  της ενασχόλησης  με τη μέλισσα. Το εισόδημα από τα μελισσοκομικά προϊόντα αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό, μόλις το 0,55%, του ακαθάριστου γεωργικού εισοδήματος της χώρας. Το εισόδημα όμως που αποκτούν από τη μελισσοκομία οι επαγγελματίες και ημιεπαγγελματίες μελισσοκόμοι, δεν είναι ευκαταφρόνητο. Για τους επαγγελματίες που ασκούν επιχειρηματικά τη μελισσοκομία είναι υψηλότερο από αυτών άλλων κλάδων εκτατικής κτηνοτροφίας.

Η μελισσοκομία είναι εξειδικευμένη μορφή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Για την άσκησή της δεν απαιτείται ιδιόκτητη γη. Τα μελίσσια μετακινούνται και συλλέγουν από μελισσοβοσκές  που ανήκουν στο κράτος  ή σε ιδιώτες. Είναι δραστηριότητα που προϋποθέτει αγάπη για τη ζωή στη φύση και αντοχή στο σωματικό μόχθο. Είναι κοπιαστική, απόλυτα εξειδικευμένη και ασκείται σχεδόν στο σύνολό της από τον ίδιο τον μελισσοκόμο. Για την άσκηση της μελισσοκομίας ως εκμετάλλευση δεν αρκεί η εμπειρία του χειρισμού των μελισσών. Απαιτείται πληθώρα θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων που αφορούν τις μελισσοβοσκές την παραγωγική διαδικασία των μελισσοκομικών προϊόντων και την εμπορία τους. Επιπλέον απαιτείται ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων οικονομίας, που θα επιτρέψουν την αποτελεσματική διαχείριση της μονάδας.

Η μελισσοκομία όπως και κάθε κλάδος γεωργικής ενασχόλησης, γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο ανταγωνιστική.  Ο εκμηδενισμός των αποστάσεων με τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα και η απελευθέρωση του εμπορίου επιτρέπουν τη διακίνηση αγαθών από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη. Η τιμή του μελιού στο χονδρικό εμπόριο διαμορφώνεται  σε τιμές πολύ χαμηλές σχετικά με το κόστος παραγωγής. Ένα άλλο σημαντικό προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι οι αθρόες εισαγωγές μελιού από χώρες όπως η Αργεντινή, η Κίνα, η Ισπανία, αλλά και η γειτονική Βουλγαρία, το οποίο «βαφτίζεται» ελληνικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι συγκεκριμένες ποσότητες ξεπερνούν τους 4.000 τόνους μελιού ετησίως, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελληνικού μελιού και να προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός στο θέμα της τιμής, αποκαρδιώνοντας τους παραγωγούς που δεν μετέρχονται τέτοιων μέσων.

Η μελισσοκομική μονάδα που περιορίζεται μόνο στη παραγωγή μελιού, για να είναι βιώσιμη πρέπει να εκμεταλλεύεται μεγάλο αριθμό μελισσιών και να επιτυγχάνει υψηλή παραγωγικότητα. Ο ελάχιστος αριθμός μελισσιών μιας βιώσιμης επαγγελματικής μελισσοκομικής εκμετάλλευσης  είναι τα 350 (Κιτσοπανίδης και συν, 1987). Για να ζήση με σχετική άνεση μια οικογένεια ο αριθμός αυτός πρέπει να ξεπερνά τα 500.   

Η άριστη σε μέγεθος επαγγελματική εκμετάλλευση αποτελείται από 700 μελίσσια. Μια τέτοια εκμετάλλευση  έχει την μικρότερη επένδυση σε κατασκευές, υλικά και μέσα μεταφοράς, το χαμηλότερο κόστος εργασίας και  το μικρότερο κόστος παραγωγής ανά κιλό μελιού με βάση τη τιμή πώλησης (Andruchow, 1982). Η ύπαρξη όμως μεγαλύτερου αριθμού μελισσιών, από αυτόν που μπορεί να παρακολουθεί αποτελεσματικά ένας μελισσοκόμος, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των αποδόσεων του συνόλου των μελισσιών του μελισσοκομείου. Ο μελισσοκόμος που ασκεί τη μελισσοκομεία για βιοποριστικούς λόγους και εξασφαλίζει από αυτήν το σύνολο του εισοδήματός του πρέπει να σκέπτεται  και να λειτουργεί σαν επιχειρηματίας. Στόχος του είναι η επίτευξη κέρδους. Η ταυτόχρονη ενασχόληση με την πρωτογενή παραγωγή, την τυποποίηση και την εμπορεία του μελιού θεωρείται ασφαλών ως την επικερδέστερη μορφή άσκησης της μελισσοκομικής δραστηριότητας.

Αλλά και η ενασχόληση με την παραγωγή βασιλικού πολτού και γύρης, που αποτελούν  περισσότερο εξειδικευμένη μελισσοκομική παραγωγή, συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση του εισοδήματος και στη βελτίωση της κερδοφορίας της μονάδας, ειδικότερα σε περιοχές που δεν είναι εύκολη και διασφαλισμένη η παραγωγή μελιού.    


Επίλογος

Στον φιλόξενο χώρο του περιοδικού «Κυνήγι», αρχίσαμε μια κουβέντα για το μέλι. Οι απόψεις των τριών φίλων μας μελισσοκόμων έχουν ιδιαίτερη αξία. Είναι και οι τρείς τους μικροπαραγωγοί. Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύουν τον μέσο μελισσοκόμο της Ελλάδας – αφού εξασκούν την μελισσοκομία σαν μια δεύτερη εργασία, για ενίσχυση του εισοδήματός τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι τρείς τους μας κατέθεσαν διαφορετικά πράγματα στην πρώτη μας επαφή – αφού το θέμα ήταν τελείως ελεύθερο. Ήταν η πρώτη «γνωριμία», διότι όπως λέει και ο Δημήτρης Γκόρος: «την επόμενη φορά να μιλήσουμε για ουσιαστικότερα θέματα της μελισσοκομίας».

Δεν αναφέρθηκαν οι φίλοι μας όπως ενδεχομένως περίμενα, στα θέματα της νοθείας του μελιού. Όλοι μας διαβάζουμε, ακούμε, πληροφορούμαστε, τις επιπτώσεις που έχουν στην μέλισσα οι μονοκαλλιέργειες, οι ψεκασμοί, και γενικώς τα χημικά και τα φάρμακα που κυκλοφορούν για την αύξηση της παραγωγής της. Δεν θα μπορούσαν όμως είναι η αλήθεια να πάνε την κουβέντα από την αρχή στα «βαθιά» γιατί ο χώρος είναι περιορισμένος. Η ουσιαστικότερη συζήτηση μπορεί να γίνει στο άμεσο μέλλον και να επικεντρωθούμε σε πολύ συγκεκριμένα θέματα. Το κεφάλαιο Μελισσοκομία είναι τεράστιο και δεν εξαντλείται ποτέ.

Πέρα από τις εκτεταμένες νοθείες που λαμβάνουν μέρος σε όλα τα μέρη του κόσμου που παράγεται μέλι, μην ξεχνάμε ότι το μοναδικό αυτό δώρο χρησιμοποιείται και για λόγους υγείας. Μπορούμε να το βρούμε σαν ένα πανίσχυρο φυσικό αντισηπτικό επουλωτικό, ακόμα το συναντούμε σε πάρα πολλές εφαρμογές, ακόμα και στην φαρμακολογία, και στην εναλλακτική ιατρική[v]

Θα μας δοθούν οι ευκαιρίες να μιλήσουμε επίσης και για τα Ιμβερτοποιημένα Σάκχαρα, γιατί εκεί μάλλον εξασκείται ζαχαροπλαστική και όχι μελισσοκομία. Το ερώτημα με τα ιμβερτοποιημένα σάκχαρα τίθεται κυρίως για τις χώρες με τεράστιες ποσότητες παραγωγής μελιού της Άπω Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής. Στις χώρες αυτές πιθανότατα ισχύει: «το μέλι το κάνουν οι μέλισσες και το ιμβερτοσάκχαρο το κάνει ο… άνθρωπος».

===============
Δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου τις Τετάρτες 10 & 17 Δεκεμβρίου 2014.

Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.









[i] Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι. (Διόδωρος Σικελιώτης)
[v] [v] Andreas Moritz – Το πλήρες Βιβλίο της Εναλλακτικής Ιατρικής Τόμος I