Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Παλιοί λαγάδες….. από την εποχή του γκρά!

      Υπάρχει νοστιμότερο κρέας από αυτό του λαγού; «Όχι βέβαια», απεφάνθη η ωραία παρέα παλιών λαγοκυνηγών, απολαμβάνοντας από την εξοχική βεράντα την δροσούλα που έφερνε ο δυτικός καιρός με τις κατεβασιές του – και η ραστώνη είχε νοστιμάδα, το δικό της νόημα κοντά στο απόγευμα. Διαφώνησα μαζί τους περί του νοστιμότερου κρέατος, μα ποιος μου έδινε σημασία; .

      Συνάντησα την καλή παρέα ένα απόγευμα στο χωριό Ψάρι Ηραίας εκεί στην ορεινή Αρκαδία. Τους ξέρουμε όλοι δα τους παλιούς Αρκάδες, ήρεμοι στο λόγο τους, παραμυθάδες άριστοι βεβαίως και στην εξιστόρηση πρώτοι, Επηρεασμένοι από τα κατορθώματα μυθικών πατριωτών τους, περισσότερο θα σου μιλάνε για τον Πάνα και τον Δία και λιγότερο για τους άγιους πατέρες. Τέτοιοι είναι, κρατάνε ακόμα τις παλιές συνήθειες και διακωμωδούν κάθε τι σοβαρό και σπουδαίο. Αυτοσαρκαζόμενοι, ανοίγουν πρώτοι τον δρόμο του Λόγου και του Μύθου. Γνήσια τέκνα αρχαίων συνηθειών αφού στα ορεινά της Αρκαδίας οι πατημασιές του Πάνα και της παρέας του αχνοφαίνονται ακόμα πάνω στην σκληρή πέτρα.

       Και οι τρείς φίλοι μας, παλιοί λαγοκυνηγοί που τους δένουν πολλά με τις περιπέτειες του Αυτιά. Τους δένει όμως και το κυνήγι της ζωής, αφού σαν νέοι κυνήγησαν ένα καλύτερο μέλλον στην μακρινή Αυστραλία – την εποχή που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος – στους «πέτρινους καιρούς» μιλούσε με δέος για την «αγία μετανάστευση», την κατάρα του τόπου μας που πήρε μακριά της τον ανθό της πατρίδας μας. Ευτυχώς γι’ αυτούς (όπως λένε) όμως, ο νόστος της αρκαδικής γης τους έφερε σύντομα πίσω στα λημέρια του Πάνα.

      Ο Τάσος Κωνσταντόπουλος, ο Βασίλης Κωνσταντόπουλος και ο Νίκος Ζαφειρόπουλος, μέσα από καφέδες και τσίπουρα θυμούνται τα παλιά κυνήγια του λαγού και τα συγκρίνουν με τα σημερινά, αναλύουν τα χούγια του Αυτιά και παρατηρούν τον τόπο που σε λίγες δεκαετίες από καλλιεργήσιμος έγινε έρημος και οι πεζούλες από γερές ξερολιθιές που όριζαν στις πλαγιές του βουνού τα σιταρένια χωράφια, εξαφανίστηκαν από την οργιώδη βλάστηση - και σήμερα αγναντεύεις ένα τεράστιο και παχύ στρώμα από πουρνάρια.

      Ο Νίκος Ζαφειρόπουλος, μιλά και με την ιδιότητα του παλιού προέδρου του χωριού αφού σαν πονηρός και έμπειρος πολιτικός, πολλά έκανε και άλλα τόσα δεν έκανε στην διάρκεια της 20ετούς θητείας του. Ανάμεσα στα πολλά, έφτιαξε όμως κι ένα στέρεο δρόμο που ένωσε το χωριό πριν τρείς δεκαετίες με τον έξω κόσμο.


Ελεύθερος διάλογος, αρκαδικά ιστορήματα

Τάσος Κων: ο φουκαράς ο λαγός, έχει ένα σωρό εχθρούς……

Νίκ. Ζαφ: απελπισμένος ο λαγός από τους εχθρούς που είχε γύρω του, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Πηδάει σε μια λίμνη για να πνιγεί και πετάγεται έντρομος από αυτήν ένας βάτραχος. Άει στο διάολο, είπε, υπάρχουν και χειρότεροι φοβητσιάρηδες στον κόσμο από μένα.

Τασ. Κων: βρε Νικόλα, ο λαγός πόσα γεννά;

Νικ. Ζαφ: δεν κάνει πολλά, ένα –δύο μονάχα. Δεν είναι σαν το κουνέλι.

Βασ. Κων: και ο λαγός δεν ζευγαρώνει με ποντίκια;

Νικ. Ζαφ: όχι, μονάχα τα αγριοκούνελα ζευγαρώνουν με αρουραίους, ο λαγός είναι επιλεκτικός….


Οι παλιές συνήθειες

Τασ. Κων: η καλύτερη εποχή για το κυνήγι του Αυτιά ήταν η καλοκαιρινή, τότε έβρισκε μπόλικη τροφή.

Μυθοπλ: μα καλά, το κυνήγι ήταν ελεύθερο όλο το χρόνο;

Νικ. Ζαφ: δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα τα δασαρχεία. Ο καθένας κυνηγούσε όποτε ήθελε. Η καλύτερη εποχή όμως για το κυνήγι του ήταν όταν έπεφτε το χιόνι. Ακολουθούσες τα χνάρια του και ξαφνικά τα έχανες – ο πονηρούλης, κατά διαστήματα έκανε κάτι σάλτους μέχρι και πέντε μέτρα για να χαθεί η πορεία του. Τις εποχές εκείνες οι περισσότεροι κυνηγοί εδώ στο χωριό δεν είχαν κυνηγόσκυλα. Κυνηγούσαν με το ένστικτο και την εμπειρία. Γνώριζαν την φωλιά του και όλες του τις συνήθειες.

Τασ. Κων: Πράγματι, πολλοί τον κυνηγούσαν στην φωλιά του που ήταν ένας απλός θάμνος στη μέση του χωραφιού, ή κρυβόταν πίσω από μία ασφάκα, ένας μικρός όγκος από σανό, ή ακόμα και σε ένα σκόλιομπρο – ένα αγριοάγκαθο πλατύφυλλο σε χρώμα καφετί που το τρώγαμε και ήταν νοστιμότατο. Προτιμούσε το σκόλιομπρο για την φωλιά του ο λαγός γιατί έκανε τέλεια παραλλαγή.

Νικ. Ζαφ: πολλοί κυνηγοί στο ένα χέρι κρατούσαν το όπλο και στο άλλο πέτρες. Πετούσαν τη πέτρα στην φωλιά του και σήκωναν μετά το όπλο να τον σημαδέψουν. Ο Βγενίσης ο Ντέντες, αν δεν τον ντουφέκαγε στην φωλιά του και του έφευγε, έλεγε: «άστον, είναι γραφτό του να ζήσει και σήμερα» και τον παρατούσε. Μα και όσοι τον σημάδευαν μην νομίζεις ότι πυροβολούσαν. Μερικοί φοβόντουσαν να μην τους διαλυθεί το όπλο (!) και σε άλλους η μπαρούτη δεν έκανε τσάφ (!).

Τα όπλα και οι γομώσεις

Μυθοπλ: με τι όπλα κυνηγούσατε εκείνα τα χρόνια;

Νικ. Ζαφ: είχαμε και τους γκράδες αλλά ποιος ήξερε σημάδι καλό; Με τα δίκαννα κυνηγούσαμε τα εμπροσθογεμή. Αλλά και αυτά δεν τα εμπιστευόμασταν πολύ. Είχαμε περιπτώσεις που οι κάνες τους είχαν ανοίξει σαν φύλλο. Λίγη μπαρούτη να έβαζες παραπάνω δεν την άντεχαν.

Τασ. Κων: κόβαμε σε τετράγωνα κομματάκια το μολύβι που το προμηθευόμασταν σε μεγάλες πλάκες. Τοποθετούσαμε σε άδειο κάλυκα την μπαρούτη. Αν είχαμε δημητσανίτικη ήταν καλά, αν είχαμε την άλλη του εμπορίου- την άκαπνη που λέγαμε, τότε αντιμετωπίζαμε πολλά προβλήματα. Κατόπι πιάναμε το μαλί και το στουμπώναμε με την βέργα, στην συνέχεια τοποθετούσαμε τα σκάγια και μετά πάλι μαλί και πάλι στούμπωμα με την βέργα.

Νικ.Ζαφ: αν δεν έκανες καλά την δουλειά αυτή της γόμωσης, πυροβολούσες τον λαγό και περίμενες να ακούσεις το μπάμ (!). Και μετά, γιόμιζε η περιοχή καπνό και έπρεπε να περάσουν τρία και τέσσερα λεπτά για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα (!), (γέλια). Και ο λαγός παραπέρα σε κοιτούσε με απορία….

Η αναδρομή

Νικ.Ζαφ: Είχαμε περιπέτειες, είχαμε φτώχια, αλλά είχαμε και φιλότιμο. Μπορούσαμε να κυνηγήσουμε πολλούς λαγούς, εμείς όμως πηγαίναμε πάντοτε για τον ένα. Και όχι πάντα. Δεν υπήρχε κυνηγός στο χωριό που να επέστρεψε από κυνήγι με δυό λαγούς στο σακούλι του, το θεωρούσαμε ντροπή. Δεν υπήρχαν νόμοι και ρυθμιστικές διατάξεις μα εμείς φυλάγαμε καλά τις παλιές συνήθειες και ο λαγός ποτέ δεν μας έλειψε.

Τασ. Κων: Γνωρίζαμε με ακρίβεια το δρομολόγιο του λαγού, τι ώρα θα έβγαινε προς νερού του, πότε θα πήγαινε στην πηγή να πιεί νεράκι. Και οι κινήσεις του όλες ήσαν πολύ συγκεκριμένες, εκτελούσε ένα ημερήσιο πρόγραμμα επιβίωσης με ακρίβεια ρομπότ. Πολύ προβλέψιμο ζώο ο φουκαράς ο λαγός.

Νικ. Ζαφ: μυστήριος κυνηγός παιδιά ήταν ο Χαρίκλειος, αυτός πήγαινε στη φωλιά για να τον πιάσει ζωντανό, αν ο λαγός τον έπαιρνε είδηση και έφευγε, δεν καταδεχόταν να σηκώσει όπλο.

Νικ.Ζαφ: και στο καφενείο κάναμε και τις σχετικές πλάκες που μερικές φορές ξέφευγαν και γινόντουσαν επεισόδια σοβαρά. Θυμάσαι Τάσο τον Γιώργη τον Παρασκευόπουλο τότε με την πέρδικα; Έφτασε στο καφενείο του Κουσιουρή ο Γιώργης και κρεμά απ’ έξω το σακούλι του, αποθέτει και το όπλο του. «Τι έχεις Γιώργη στο σακούλι;» κάποιος τον ρώτησε. «Τι να’ χω; μια πέρδικα για το σπίτι». Μέχρι να πιεί τα τσίπουρα ο Γιώργης, κάποιος του παίρνει από το σακούλι την πέρδικα και αφήνει στη θέση της μία κότα. Όταν ο Γιώργης έφτασε στο σπίτι και ανακάλυψε την παλιανθρωπιά, έγινε σαματάς μεγάλος, ξεσηκώθηκε το χωριό στο πόδι.

Τασ. Κων: θυμάσαι; Φονικό πήγε να γίνει τότε (!).

Μυθοπλ: ωραία περνούσατε τους παλιούς καιρούς (γέλια).

Στους τωρινούς καιρούς

Από την παρέα, σήμερα εξακολουθεί να κυνηγά μονάχα ο Νίκος Ζαφειρόπουλος, είναι άλλωστε και ο μόνος μόνιμος κάτοικος του χωριού και μικρός κτηνοτρόφος.

Νικ. Ζαφ: άλλαξε ο τόπος, απόκτησε δάση πυκνά, άλλαξαν και οι συνήθειες του λαγού, προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες. Προτιμά να κινείται πάλι σε ελεύθερους από δέντρα τόπους μόνο που αυτοί έχουν λιγοστέψει πολύ. Κοίτα ολόγυρα, μας κυκλώνουν λόγγοι από πουρνάρια.

Τασ. Κων: Νίκο δεν υπάρχουν σήμερα πολλοί λαγοί.

Νικ.Ζαφ: βρε υπάρχουν αλλά δεν τους βλέπεις όπως παλιά. Παλιά μπορούσες και κυνηγούσες μόνος σου, σήμερα χωρίς σκυλιά δεν βγαίνεις για λαγό – και χρειάζονται καλά σκυλιά.

Μυθοπλ: εσύ Νίκο, μιάς και είσαι μόνιμος κάτοικος εδώ, θα πρέπει να είχες πάντοτε σκυλιά.

Νικ. Ζαφ: ναι, είχα καλά σκυλιά αλλά να, σήμερα έχω μόνο ένα. Δυστυχώς περαστικοί κυνηγοί μου έχουν κλέψει πολλά, άλλα πάλι τα βρήκα φωλιασμένα. Μέχρι και γίδες από το μαντρί μου είχαν κλέψει πριν από χρόνια κυνηγοί.

Τασ. Κων: Νίκο το σκυλί αυτό που έχεις είναι ράτσας;

Νικ. Ζαφ: τι ράτσας, ιχνηλάτης είναι και παρ’ ότι είναι κουτάβι, τον βλέπεις; Τον λαγό τον κάνει ότι θέλει, διάολος σκέτος ο μικρός.

Μυθοπλ: εσύ Νίκο, με δίκαννο κυνηγάς ή καραμπίνα;

Νικ. Ζαφ: πάντα κυνηγάω με δίκαννο. Πιο σίγουρο όπλο είναι από την καραμπίνα, ούτε εμπλοκές ούτε τίποτα.

Μυθοπλ: Τι φυσίγγια χρησιμοποιείς;

Νικ. Ζαφ: τα καλύτερα φυσίγγια για τον λαγό είναι τα 3αρια. Κυνηγάς και με άλλα, ακόμα και με ψιλά για πολύ κοντινή ντουφεκιά, τα 3αρια όμως ακόμα και στα 50 μέτρα σε αποζημιώνουν.

Επίλογος

Μυθοπλ: εσύ Νίκο είσαι λαγοκυνηγός, κυνηγάς όμως και γουρούνια.

Νικ. Ζαφ: κοίταξε να δείς, ο λαγός θέλει ησυχία. Γι’ αυτό και βγαίνω τις Τετάρτες. Τα Σαββατοκύριακα στα μέρη αυτά μόνο γουρούνια θα κυνηγήσεις, και πηγαίνω πολλές φορές εκεί με την ομάδα του Ντάβου. Αλλά τον λαγό δεν τον αλλάζω.

Τασ. Κων: να σας πω κάτι, όταν μιλάμε για κυνήγι στην Ελλάδα, στο μυαλό μας έχουμε αυτό του λαγού. Τα άλλα κυνήγια έρχονται μετά.

Μυθοπλ: ωραία τα είπαμε, ωραία τα κεράσματα της κυρά Διαμάντως, ακόμα καλύτερη η παρέα σας – αν και πιστεύω ότι τα παλιά ιστορήματα τα φουσκώσατε και λίγο – μα συνηθίζεται σε κυνηγούς να λένε και κάτι παραπάνω, να βάζουν περισσότερο αλάτι για την γεύση. Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας, για τις ιστορίες σας, φυσικά και για τα παραμύθια σας. Καλό χειμώνα να έχουμε, και εσύ Νίκο καλά κυνήγια.

======================================
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011.