Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Κυνηγώντας στον χιονιά …

Με θυελλώδεις ΒΒΑ ανέμους 9 και 10 μποφόρ και με το πυκνό χιόνι να σφυρίζει γύρω σου – ειδικά όταν θα πρέπει να διαβείς το διάσελο – με τις υπό το μηδέν θερμοκρασίες – τότε, το μυαλό πρέπει να είναι καθαρό.

Ο μέγας κάπρος πέρασε αρκετά μακριά και παράπλευρα από το καρτέρι, αρχίζοντας το μακρύ δρομολόγιο του από τα δυτικά του Μαινάλου προς τα ανατολικά. Από κοντά του ο «Λεό» και από πίσω εμείς – που επιδιώκαμε όχι να θηρεύσουμε πλέον το καπρί μα να πιάσουμε το σκύλο μας και να φύγουμε για μέρη ζεστά – να ξεκουραστούμε και να «χαθούμε» στα ρακόμελα.
Περίπου 25 χλμ περπάτησε μακριά από την αρχική του θέση το θεριό. Η μετακίνηση η δική μας έγινε με διαφόρους τρόπους, άλλοι εποχούμενοι, λιγότεροι ευτυχώς πεζοπορούντες στον ακραίο καιρό, ανταμώσαμε κάποια στιγμή οι περισσότεροι πάνω από την χαράδρα του Λούσιου ποταμού.
Βαθιά στην καρδιά της ρεματιάς ακουγόταν η στάμπα του σκύλου μας να μας καλεί κοντά του. Πως, με τι αλήθεια τρόπο να φτάναμε όμως σε βράχους απρόσιτους και άκρως επικίνδυνους; Να άφηνε το καπρί ο «Λεό» δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο. Και αυτό το «ζωντανό» των άκρων είναι !.


Είχε νυχτώσει για τα καλά – από το απομεσήμερο στο κυνηγητό του σκύλου μας – και τώρα η ατμόσφαιρα με το – 9 δυσκόλευε κάθε μας κίνηση. Από το πρωί στο βουνό με τις ακραίες συνθήκες, τα εφόδια μας τα εξαντλήσαμε. Αποφασίσαμε να μετακινηθούμε, αφού δεν υπήρχε περίπτωση από τη θέση που βρισκόμασταν να κάναμε κάτι καλύτερο. Βρισκόμασταν στην δυτική πλευρά της χαράδρας και έπρεπε να βρεθούμε στην ανατολική.
Μετακινηθήκαμε προς την Δημητσάνα και δοθείσης της ευκαιρίας ήπιαμε στο πόδι από το «καφέ του Κόκου» καυτό τσάι να ζεστάνουμε το «σύστημα» που αποζητούσε «τροφοδοσία». Κατηφορίσαμε προς το Παλαιοχώρι. Από εκεί, ένας δρόμος προς τα αριστερά οδηγεί προς το γιοφύρι της Μονόπορης και στη Μονή Φιλοσόφου. Πριν όμως από τον δρόμο αυτό ένας άλλος προς τα δεξιά φτάνει μέχρι τους μπαρουτόμυλους.  Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το σκύλο μας καλύτερα με το gps και στρίψαμε δεξιά για τα μπαρουτοτόπια. Φτάσαμε στην άκρη της ρεματιάς και τον ακούσαμε πάλι να «βαρά στάμπα».


Στις 9 το βράδυ, και στα πόδια μας ο Λούσιος βούιζε από το «θυμό του». Πήραμε το παλιό μονοπάτι μέσα στην άγρια νύκτα που φτάνει στην αντικριστή Ζάτουνα. Το μονοπάτι αυτό χαμηλώνει αρκετά μέχρι να φτάσει στο παλιό πέτρινο γιοφύρι του «Κοντού» - και αφού διακλαδωθεί -  αριστερά για τα Παλιοχωρίτικα χωράφια, και τα χωριά Μάρκου και Ατζίχωλο - προς τα δεξιά αρχίζει μετά να ανηφορίζει για την αγία Ελεούσα. Το ξωκλήσι αυτό είναι σημείο αναφοράς για την περιοχή. «Πανάκριβο μπαλκόνι» αφού έχει στη καθισιά του την Δημητσάνα στα ανατολικά και προς τον νότο τη απίστευτη φαραγγιά του θεϊκού ποταμού -  αφού ο Δίας σε αυτό το ποτάμι έκανε το λουτρό του και καθάριζε ψυχή και σώμα από τις πολλές αμαρτίες του. 
Πριν το γιοφύρι, λίγα μέτρα από το ποτάμι – ο σκύλος ακουγόταν καλά, ήταν εκεί στα δέκα μέτρα, ήρεμος και μας περίμενε. Προλάβαμε και είδαμε στο σκοτάδι τον τεράστιο όγκο του κάπρου να απομακρύνετε αργά μα χαμογελαστός !. Τον αλάλιασε ο «Λεό» στα διάσελα, στα κορφοβούνια, στα οροπέδια και στις ρεματιές. Πώς να μην χαμογελούσε που γλύτωσε από τέτοια περιπέτεια;

Η επιστροφή πίσω στο κονάκι μας, αργή από τους κινδύνους των κρυφών πάγων, είχε αίσιο τέλος. Η ξυλόσομπα με τη ζεστασιά της γύρισε στο πρόσωπό μας το χαμένο μας χρώμα. Κοιταζόμασταν αμίλητοι, κουρασμένοι και παγωμένοι. Κάποιος πήγε να ανάψει τσιγάρο και του έβαλαν οι άλλοι τις φωνές ομαδικά: «ντροπή σου, δεν σέβεσαι τους νόμους του κράτους !!», και άλλα ωραία λόγια, που τόνωσαν την ταλαιπωρημένη ύπαρξη μας.
Περασμένες 11, με το ζόρι ανέβηκα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα του σπιτιού. Βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι να δω τους σκοτεινούς όγκους – ξαστέρωνε και ένα μαγικό φως τους έλουζε ολόγυρα. Πριν κοιμηθώ, πρόλαβα και έπεσα στο κρεβάτι …
=========================================
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011