Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Κάθε πέρυσι και καλύτερα …

«Εσύ παιδί που γυρίζεις στην Αθήνα, τι ακούς, θα κυνηγήσουμε φέτος;, θυμάμαι κάποτε εμείς οι κυνηγοί ήμασταν περήφανοι, μετά κάποιοι ξύπνιοι έβαναν τις ρυθμιστικές μπροστά»

Ο γέροντας στο χωριό με άφησε με το στόμα ανοικτό, τι να του έλεγα κιόλας, μήπως ξέρω; «Δεν ξέρω παππού, όμως μη φοβάσαι τίποτα, όσο έχουμε ανθρώπους που τρέχουν πάντα θα ελπίζουμε για το καλύτερο». Παλιός δάσκαλος ο παππούς, γνώριζε περισσότερα από εμένα αλλά δεν το ‘δειξε, «έλα να πιούμε τσίπουρο, έχω και πεπονάκι παγωμένο, έχουμε να μιλήσουμε για τα μελλούμενα».

Το τσίπουρο έρεε άφθονο, το πεπονάκι τελείωσε νωρίς αλλά το αναπληρώσαμε με στραγάλια – μερακλής ο παππούς. «Που λες παιδί (!), θυμάμαι παλιά αυτόν τον Παπασπύρου – τον πρόλαβες; Αυτός ήταν πρόεδρος, λεβέντης άνθρωπος, δεν είχαμε τότε ρυθμιστικές, ξέραμε πότε αρχίζαμε και πότε τελειώναμε. Τότε, δεν υπήρχε και αυτός ο διάολος ο αγριόχοιρος που κυνηγάτε σαν τρελοί εσείς οι νέοι σήμερα, εμείς είχαμε τον λαγό, τι κυνήγια κάναμε (!)».

Μα και τώρα σε βλέπω στο δάσος παππού να κυνηγάς. «Τι να το κάνεις, μεγάλωσα παιδί, τα πόδια δεν ακούνε όπως παλιά, τα καταφέρνω όμως τις λίγες φορές που παγαίνω για τον αυτιά. Με ανασταίνει η δουλειά αυτή, με γεμίζει, και ας φωνάζει η γριά μου – “πρόσεχε γέρο”, ξέρεις πως σκούζουν οι γριές (!)».

Είπες να μιλήσουμε για τα μελλούμενα αλλά στα παλιά το γυρίζεις συνέχεια παππού. «Δίκιο έχεις, μόνο να, τότε ήταν διαφορετικό το κυνήγι, αλλιώτικοι και οι κυνηγοί. Είχαμε όμως και καλό πρόεδρο, νοιαζόταν, πονούσε τον κυνηγό, τον αγάπαγε. Σου μιλούσε και ήξερες, έλεγε αλήθεια – όχι σαν σήμερα που άλλα λένε, άλλα σκέφτονται και άλλα πράττουν».

Σε βλέπω ενημερωμένο, διαβασμένο παππού, που τα μαθαίνεις; Από τις εφημερίδες; «και από αυτές παιδί, και από τα περιοδικά – μου αρέσει το διάβασμα – είναι παλιά συνήθεια. Εσύ από πού τα μαθαίνεις παιδί;» Από εκεί κι εγώ παππού, μου αρέσει κι εμένα το διάβασμα, μου ταξιδεύει το μυαλό.

Τελείωσε το μπουκάλι το τσίπουρο, στραγάλι δεν έμεινε στο πιάτο και σηκώθηκα. Την άλλη φορά παππού φρόντισε να έχεις νταμιτζάνα τσίπουρο, για να μας φτάσει. «Έλα εσύ πάλι και θα ‘χω ούλα τα αγαθά».

Ζαλισμένος καθώς ήμουν από το οινόπνευμα, ούτε κατάλαβα πως έφτασα στο σπίτι. Σαν με χτύπησε όμως το δροσερό αεράκι που ερχόταν απ’ το «Αργυρόκαστρο» και σταμάτησε στη ρεματιά, αναθάρρησα, έφυγε με μιάς η θολούρα και το μυαλό οξυγονώθηκε από τον βοριά. Ακούμπησα τα χέρια μου στα ρέλια της βεράντας και «χάθηκα» στις φωνές της δροσερής νύκτας.

Καλά τα έλεγε ο παππούς, σκέφτηκα. «Τότε» όλα ήσαν διαφορετικά, ακόμα και οι άνθρωποι – είχαν άλλα μυαλά, και στο κυνήγι ακόμα, υπήρχε τάξη, σεβασμός, άμιλλα. Δεν χάθηκαν όλα αυτά τα όμορφα πράγματα στις ημέρες μας πιστεύω, απλά δεν πολυφαίνονται, δίνουμε το βάρος μας σε προτεραιότητες διαφορετικές.

Ακόμα και αυτή η περίφημη ρυθμιστική, έργο και δημιούργημα ανούσιο δικών μας ανθρώπων είναι, της ΚΣΕ. Όταν την έφτιαξε και την επέβαλε, όταν την καθιέρωσε επειδή τάχα μου οι ανάγκες την ήθελαν – ενώ ουσιαστικά μας την έφεραν καπέλο για να μας ελέγχουν περισσότερο – τότε, δεν φανταζόταν ποτέ την σημερινή της κατάληξη – το κενό που γέννησε και αιωρείται η αβεβαιότητα πάνω από τα κεφάλια μας.

Ανίκανη όμως σήμερα η ΚΣΕ να διορθώσει τα πράγματα, βγάζει τα παπαγαλάκια της, τους δικούς της δουλικούς ανθρώπους να μας σερβίρουν διάφορα, να μας προκαλούν περισσότερο φόβο, αλλά μας καλούν και σε επαγρύπνηση – ναι, στην ανικανότητα τους μας θυμούνται και επικαλούνται τη δύναμη μας, το χρέος μας, και άλλα σαχλά και γλοιώδη από «λειχοπίνακες και εφιάλτες».

Καθείς εφ’ ώ ετάχθη που έλεγαν και οι παλιότεροι, οι δικοί μας εκπρόσωπου επέλεξαν από τις περισπούδαστες θέσεις τους να «ματώνουν» για χάρη μας. Ε’ ας ματώσουν επιτέλους και ας ιδρώσουν – αλλά τα παπαγαλάκια τους ας τα μαντρώσουν – όπως έχουν συνηθίσει άλλωστε να μαντρώνουν επί χρόνια και όλους εμάς με τις «κατ’ έτος ρυθμιστικές».

==========================================

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό «Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010