Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Ένας χρόνος μετά τον πύρινο εφιάλτη του 2007

Αύγουστος πάλι. Στο νου γυρίζουν σαν εφιάλτης οι στιγμές που κάηκε πέρυσι ο τόπος μας. Σε ελάχιστες ημέρες πόσο κακό, πόση δυστυχία, πόσοι νεκροί συνάνθρωποί μας, φίλοι μας, συγγενείς, πατριώτες, Από τις ασύμμετρες απειλές του υπουργού; Από τις φυτείες των χασισοπαραγωγών; Από το ίδιο το δάσος που είχε «πυρώσει» και ζήταγε τη φωτιά; Ποτέ δεν μάθαμε τον λόγο, τα «γιατί» έμειναν αναπάντητα να συσκοτίζουν – το έρεβος δεν έδωσε τη θέση του στο φώς.
Τις ανοικτές ακόμα πληγές της μεγαλύτερης πύρινης καταστροφής που γνώρισε ο τόπος μας, κανένα φάρμακο δεν θα σταθεί ικανό να τις επουλώσει. Γιατί το δάσος κάποια στιγμή θα αποκτήσει και πάλι τη ζωντάνια του – μόνο του ή με τη γνώση και την βοήθεια των επιστημόνων, ο άνθρωπος που «έφυγε» όμως δεν αντικατασταίνεται, είναι μοναδικός.
Τα χωριά μας ήταν ακόμα γεμάτα με κόσμο. Και το δικό μου χωριό που περίμενε να γιορτάσει τον άγιό του, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Κάπου τρακόσες ψυχές είχαν γεμίσει με φωνές το έρημο σε όλη τη διάρκεια του χρόνου μικρό χωριό μας. Και οι στιγμές ήταν όμορφες, καλοκαιρινές. Μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε η λέξη «φωτιά στον Αλφειό»
Το χωριό μας είναι ορεινό κάπου στα 1030 μ. υψόμετρο. Όμως ο Αλφειός είναι η κοιλάδα μας, η αρχαία μας αναφορά στο χρόνο. Η ιστορία μας και η ζωή μας. Το οξυγόνο μας.
Έτρεξα στη φωτιά. Λίγοι άνθρωποι συγκεντρωμένοι, ο Δήμαρχος και μερικοί συμπατριώτες με υδροφόρες στα αγροτικά τους αυτοκίνητα. Οι υπόλοιποι ήσαν στα «ψηλά και αγνάντευαν, λυπόντουσαν, δυσανασχετούσαν, απειλούσαν», αλλά έμεναν εκεί, στην ασφάλεια του ορεινού.
Έτσι συνήθως λειτουργούν οι έλληνες, από «μακριά» πάντα εκεί που οφείλουν να είναι από «κοντά». Τα περιμένουν όλα από την πολιτεία και αυτή τα περιμένει από το θεό. Όλοι τα περιμένουν από τους άλλους. Και πραγματικά, στον Αλφειό, στην Ηλεία, στην Εύβοια και όπου υπήρχε φωτιά, οι «άλλοι» ήσαν εκεί, και έδιναν τις δυνάμεις τους, έδιναν την ψυχή τους.
Σε ημιορεινό χωριό της περιοχής μας, μπαλκόνι όμορφο στον Αλφειό, οι κάτοικοι μαζεμένοι στην πλατεία αγανακτούσαν με όσα έβλεπαν στα πόδια τους. Περάσαμε από την πλατεία και σταματήσαμε με τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένη – ίσα να πάρουμε καφέδες και νερό. «Φάρμακα» κατά της αϋπνίας και της κούρασης. Το «μαγαζί» όμως δεν μας έδωσε διότι «πενθούσαν» μαζικά για τις καταστροφές. Είκοσι άτομα γυροβολιά, καθισμένα αναπαυτικά στις καρέκλες τους, «με τα ποτά τους και τις φραπεδιές τους και λιωμένοι στα τσίπουρα πενθούσαν για τις φωτιές». Και δεν μας έδωσαν για να συνεχίσουμε να σβήνουμε, να συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Σε γειτονικό χωριό επίσης και επίκεντρο της φωτιάς, ο χειριστής σκαπτικών εργαλείων που άνοιγε μέρα και νύκτα ασταμάτητα αντιπυρικές ζώνες, δεν κατάφερε να πάρει ένα απλό σάντουιτς από το μαγαζί στις 2 το μεσημέρι διότι «μόλις είχε κλείσει».
Μήπως είμαστε γραφικοί; Ρώτησα με αγανάκτηση τον φίλο συνοδηγό. Ότι και να είμαστε, τον άκουσα να λέει, πάτα γκάζι γιατί μας χρειάζονται εκεί κάτω.
Δεν σβήναμε όλοι φωτιές, δεν θα μπορούσαμε άλλωστε. Υπήρχαν τόσες δουλειές παράλληλες που έπρεπε να γίνουν, που κάθε βοήθεια ήταν πολύτιμη. Νερό και σάντουιτς να πήγαινε κάποιος, καφέδες να μοίραζε κάποιος άλλος, ένα λόγο καλό, ένα «κουράγιο παιδιά», ένα μονοπάτι να έδειχνε προς τη φωτιά κανείς. Αυτά τα ελάχιστα χρειαζόμασταν για να συνεχίσουμε την αϋπνία μας. Και στο κεφαλοχώρι «πενθούσαν!».
Το τρίτο βράδυ, αποκαμωμένος από την προσπάθεια, πήγα στο σπίτι μου να κοιμηθώ μια ώρα, να κάνω ένα μπάνιο να διώξω τη βρώμα και τη στάχτη από πάνω μου. Βρήκα το χωριό έρημο και πνιγμένο στη κάπνα που είχε φέρει ο αέρας από τα δυτικά. Ψυχή δεν υπήρχε στο χωριό, είχαν φύγει όλοι ύστερα από την προτροπή της αστυνομίας «αδειάστε τα χωριά σας». Και το χωριό άδειασε. Έκανα ένα μπάνιο γρήγορα και έφυγα πάλι. Πήγα κοντά στα μέτωπα, κοντά στους ανθρώπους που δεν «πενθούσαν», σε καλύτερο οξυγόνο. .
Ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, ένα τζιπ της πυροσβεστικής με δυό αξιωματικούς φάνηκε μπροστά μας. «Ήλθαμε να σας συντονίσουμε», ακούστηκε να λέει ο επικεφαλής. Είστε πολλοί; Ναι είμαστε πολλοί, είκοσι – τριάντα άτομα!. Αλλά δεν θέλουμε να μας συντονίσετε, να σβήσουμε τις φωτιές θέλουμε. Οι πυροσβέστες…, που να πρωτοπήγαιναν κι αυτοί; Καιγόταν η μισή Ελλάδα!.
Όταν η δασοπυρόσβεση υπάγονταν στα κατά τόπους Δασαρχεία τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά. Το δάσος θέλει άλλη μεταχείριση, διαφορετική αντιμετώπιση και γνώση. Και οι δασοπυροσβέστες είχαν την ανάλογη εκπαίδευση. Η πολιτεία φρόντισε όμως και την δασοπυρόσβεση την άφησε στην πυροσβεστική. Και πήρε δώδεκα χιλιάδες αγροφύλακες να φυλάνε τα χέρσα χωράφια και την ατέλειωτη ερημία της υπαίθρου.
Αλλά και σε κάθε φωτιά, η βοήθεια του κόσμου, η εθελοντική προσφορά δίνει λύσεις. Για να «συγκινηθεί» όμως ο έλληνας, η καταστροφή πρέπει να «ακουμπήσει» το δικό του σπίτι. Δεν σηκώνεται εύκολα για «τις περιουσίες άλλων». Το πολύ – πολύ να πιεί καμιά γερή «φραπεδιά» για να πνίξει το «πένθος» του.
Σε όλη αυτή την αγωνία των 5 -6 ημερών, μέχρι να αρχίσουμε να μετράμε τους νεκρούς συνανθρώπους μας και να αρχίσει το πραγματικό πένθος, στην προσπάθεια και στην κούραση, στον πόνο και στο βουβό κλάμα, στη μανία της φωτιάς και στο δικό μας πείσμα, τριγύρω μου είδα και φίλους κυνηγούς να παλεύουν ασταμάτητα να περισώσουν ότι ήταν δυνατό. Δεν αντίκρισα κανένα από αυτούς που τα «λόγια τα μεγάλα» τα έχουν εύκολα. Πολλά μπορεί να εξιστορήσει κανείς από αυτά που έζησε τις ημέρες του πύρινου εφιάλτη, είτε δίνοντας τον αγώνα από «μέσα» είτε κριτικάροντας και πενθώντας από το αγνάντι και την ασφάλεια της «φραπεδιάς». Εύχομαι και ελπίζω να μην ζήσουμε ποτέ πάλι τέτοια καταστροφή, να μην θρηνήσουμε ποτέ ξανά τόσα αθώα θύματα.